εντεροσκόπιο(ν)

εντεροσκόπιο(ν)
το мед. энтероскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εντεροσκόπιο(ν)" в других словарях:

  • εντεροσκόπιο — το όργανο με το οποίο εξετάζονται ενδοσκοπικά τα έντερα και μάλιστα το απευθυσμένο (ορθοσκόπιο) …   Dictionary of Greek

  • εντεροσκόπιο — το εργαλείο με το οποίο διανοίγεται ο δαχτύλιος της έδρας και γίνεται ορατό το εσωτερικό του απευθυσμένου (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»